φαρόπλοιο

φαρόπλοιο
το, Ν
ναυτ. μικρό πλοίο ειδικής κατασκευής που φέρει φάρο και είναι μόνιμα αγκυροβολημένο σε ορισμένες θαλάσσιες περιοχές για να επισημαίνει κινδύνους και να διευκολύνει τη ναυσιπλοΐα, αλλ. πυρσωρίδα, κν. καραβοφάναρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρος (Ι) + πλοίο. Η λ., στον λόγιο τ. φαρόπλοιον, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φαρόπλοιο — το πλωτός φάρος ή φανός στο κατάρτι παλιού πλοίου ή σχεδίας, που είναι αγκυροβολημένα σε αβαθή ή κοντά σε υφάλους, για να προφυλάγουν τα πλεούμενα από προσαράξεις, το καραβοφάναρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”